- ψιλαγία
- ψῑλᾱγία, ἡ,A a body of 250 ψιλοί, Arr.Tact.14.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψιλαγία — ψιλαγίᾱ , ψιλαγία a body of fem nom/voc/acc dual ψιλαγίᾱ , ψιλαγία a body of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλαγία — ἡ, Α [ψιλαγός] 1. η αρχηγία τών ψιλών, δηλαδή τών ελαφρά οπλισμένων στρατευμάτων 2. στρατιωτικό σώμα, αποτελούμενο από 256 ψιλούς … Dictionary of Greek
ψιλαγίαι — ψιλαγίᾱͅ , ψιλαγία a body of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)